ακούρνιαστος

ακούρνιαστος
ακούρνιαστος, -η, -ο και ακούρνιαχτος, -η, -ο
1. (για πουλιά), αυτός που δεν κούρνιασε, δεν κοιμήθηκε: Οι κότες είναι ακόμη ακούρνιαστες.
2. (για ανθρώπους), αυτός που δεν πήγε για ύπνο: Περασμένα μεσάνυχτα και τα παιδιά είναι ακούρνιαστα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακούρνιαστος — και χτος και γος, η, ο [κουρνιάζω] (για πτηνά) αυτός που δεν κούρνιασε για να κοιμηθεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”